- σκωλύπτομαι
- σκωλύπτομαι,A wave to and fro, νεάτην (-ον codd.)
σ. οὐρήν Nic.Th. 229
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σ. οὐρήν Nic.Th. 229
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκωλύπτομαι — Α κινῶ, σείω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σκῶλος «κυρτότητα» (βλ. λ. σκώληκας), πιθ. αναλογικά προς το καλύπτω ή το σκολύπτω] … Dictionary of Greek
σκώληκας — ο / σκώληξ, ηκος, ΝΜΑ, και σκούληκας Ν 1. ζώο το οποίο έχει επίμηκες αρθρωτό και συσταλτό σώμα και στερείται σκελετού και άκρων, το σκουλήκι 2. η προνύμφη τών εντόμων, κάμπια νεοελλ. 1. ανατ. λόβιο τής παρεγκεφαλίδας 2. στον πληθ. οι σκώληκες… … Dictionary of Greek